- αγιάζω
- (Α ἁγιάζω)κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζωνεοελλ.1. ευλογώ2. ραντίζω με αγιασμένο νερό3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαιαρχ.1. καθαγιάζω κάτι θυσιάζοντας2. βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος.ΠΑΡ. ἁγίασις, ἁγίασμα, ἁγιασμός, ἁγιαστήριον].
Dictionary of Greek. 2013.